- Αιμονία
- Βλ. λ. Αίμονες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αἱμονίας — Αἱμονίᾱς , Αἱμόνιαι fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεσσαλός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7, 176), ο Θ. έδωσε το όνομά του στη Θεσσαλία, περιοχή που μέχρι τότε έφερε διάφορες ονομασίες: Αιολία, Αιμονία, Ελλάς, Δρυοπίς και Γραικία. Ο Θ. καταγόταν από τη Θεσπρωτία της Ηπείρου και ήταν… … Dictionary of Greek
Αίμονες — Ονομασία των πρώτων κατοίκων της Θεσσαλίας, προγενέστερη των Θεσσαλών. Έλεγαν μάλιστα πως οι Α. ήταν τόσο παλαιοί, ώστε είδαν τον τρομερό σεισμό που σχημάτισε την κοιλάδα των Τεμπών, με τον διαχωρισμό Ολύμπου και Όσσας. Οι Α. πήραν το όνομά τους… … Dictionary of Greek
Αιμόνη — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Δευκαλίωνα και της Πυρράς. Σύμφωνα με μια εκδοχή, από αυτήν ονομάστηκε Αιμονία η θεσσαλική χώρα … Dictionary of Greek
Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται … Dictionary of Greek